εὔκοπος

From LSJ

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμιςAristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔκοπος Medium diacritics: εὔκοπος Low diacritics: εύκοπος Capitals: ΕΥΚΟΠΟΣ
Transliteration A: eúkopos Transliteration B: eukopos Transliteration C: eykopos Beta Code: eu)/kopos

English (LSJ)

εὔκοπον, easy, Plb.18.18.2: mostly in Comp., εὐκοπωτέρα σκευασία Dsc.1.39; εὐκοπώτερόν [ἐστι] c. inf., Ev.Matt.9.5, 19.24, etc. Adv. εὐκόπως Hp.Epid.2.6.31, Ar.Fr.783, D.S.3.24, Ph.Bel.56.16: Comp. εὐκοπώτερον Antip.Stoic.3.256.

German (Pape)

[Seite 1075] ohne Mühe, leicht zu thun, dem ἀδύνατον entgeggstzt, Pol. 18, 1, 2; so auch adv. εὐκόπως, Ar. bei Poll. 9, 162; εὐκοπώτερον, Antip. Stob. fl. 67, 25 E. Mit εὐκόλως verwechselt, D. Sic. 3, 24. 5, 32.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à travailler, facile.
Étymologie: εὖ, κόπος.

Russian (Dvoretsky)

εὔκοπος: удобоисполнимый, нетрудный (τὸ μὲν ἀδύνατον, τὸ δ᾽ εὔκοπον Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔκοπος: -ον, μὲ ὀλίγον κόπον, εὔκολος, Πολύβ. 18. 1, 2· τὸ πλεῖστον ἐν τῷ Συγκρ. εὐκοπώτερόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 5, ιθ΄, 24, κτλ. - Ἐπίρρ. -πως, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 615: Συγκρ. Ἐπίρρ. -ώτερον, Ἀντίπατρ. παρὰ Στοβ. 418. 54.

English (Thayer)

εὔκοπον (εὖ and κόπος), that can be done with easy labor; easy: Polybius, et al.; εὐκοπώτερον ἐστι — followed by an infinitive, Luke 18:25.

Greek Monolingual

εὔκοπος, -ον (Α)
αυτός που γίνεται με μικρό κόπο, ο εύκολος («τοῦτο... κατὰ δὲ τὴν τῶν Ῥωμαίων ἀγωγὴν εὔκοπον», Πολ.).
επίρρ...
εὐκόπως (ΑΜ)
το συγκρ. εὐκοπώτερον (ΑΜ) και εὐκοπωτέρως (Μ)
εύκολα, με ευκολία
το συγκρ., με μεγαλύτερη ευκολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κόπος (< κόπτω). Η σημασία «βάσανο, κούραση» είναι αρχαία παρ' όλο που ετυμολογικώς το όνομα δηλώνει τη ρηματική ενέργεια].

Greek Monotonic

εὔκοπος: -ον, αυτός που δεν απαιτεί μεγάλο κόπο, εύκολος, εὐκοπώτερόν (ἐστι), με απαρ., σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

εὔ-κοπος, ον
with easy labour, easy, εὐκοπώτερόν [ἐστι], c. inf., NTest.

Chinese

原文音譯:eÙkopèteroj, (eÜkopoj) 由-可坡帖羅士
詞類次數:形容詞(7)
原文字根:好-(更多)打擊
字義溯源:容易,容易些,比較容易,還較容易;由(εὖ / εὖγε)=好)與(κόπος)=勞累)組成; (εὖ / εὖγε)出自 (εὐρύχωρος)X*=善,而 (κόπος)出自(κόπτω)*=砍)。這字七次全是用‘比較級’:比較容易,還較容易,容易些。共有三個事例,都是主耶穌說的,或發問的:
1)主治愈癱子說,你的罪赦了。就問說,或說,你的罪赦了,或說,你起來行走,那一樣是比較容易( 太9:5; 可2:9; 路5:23)
2)駱駝穿過針的眼,比財主進神的國,是還較容易呢( 太19:24; 可10:25; 路18:25)
3)天地廢去,較比律法的一點一劃落空還容易( 路16:17)
出現次數:總共(7);太(2);可(2);路(3)
譯字彙編
1) 比較容易(3) 太9:5; 可2:9; 路5:23;
2) 還較容易呢(3) 太19:24; 可10:25; 路18:25;
3) 容易些(1) 路16:17