εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
εὔλογχος, -ον (Α)
αυτός που έχει ή φέρνει καλή τύχη, τυχερός, ευνοϊκός, γουρλίδικος («Δημόκριτος εὐχόμενος εὐλόγχων εἰδώλων τυγχάνειν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λόγχη «μοίρα» (< λαγχάνω)].