εύλυρος

From LSJ

Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ᾽ Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?

Sophocles, Antigone, 464-5

Greek Monolingual

εὔλυρος, -ον (Α)
(για τον Απόλλωνα και τις Μούσες ή για κιθαριστή) ο επιδέξιος, ο επιτήδειος στο παίξιμο της λύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λύρα.