παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο → spare me this | let this cup pass from me
εὔπρυμνος, -ον (Α)με ωραία πρύμνη («νῆες... εὔπρυμνοι», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πρυμνός «πρύμνη»].