εύπρυμνος

From LSJ

ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend

Source

Greek Monolingual

εὔπρυμνος, -ον (Α)
με ωραία πρύμνηνῆες... εὔπρυμνοι», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πρυμνός «πρύμνη»].