εώιος

From LSJ

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source

Greek Monolingual

ἑώϊος, -ον, θηλ. και ἑωΐα (Α) [έως ΙΙ]
(ποιητ. τ. του εώος)
1. (ως επίθ. του Απόλλωνα) εώος
2. ανατολικός.