εἰσελκύω
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
German (Pape)
[Seite 742] = Folgdm, εἰσελκύσας εἰς τὸ δεσμωτήριον Ar. Ach. 378.
French (Bailly abrégé)
part. ao. εἰσελκύσας;
entraîner dans, attirer, acc..
Étymologie: εἰς, ἑλκύω.
Russian (Dvoretsky)
εἰσελκύω: ион. ἐσελκύω втаскивать (τι ἐς τὸ ἱρόν Her.; τινὰ εἰς τὸ βουλευτήριον Arph.).