εἰσηλυσίη

From LSJ

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source

German (Pape)

[Seite 743] ἡ, = εἰσέλευσις, Maced. 30 (IX, 625).

Russian (Dvoretsky)

εἰσηλῠσίη: ион. ἐσηλυσίηприход, прибытие Anth.