εἰσμετρέω
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
deliver corn, PEleph.10.3 (iii B. C.), PPetr.2p.132 (Pass.), etc.
Spanish (DGE)
ingresar, pagar esp. en especie εἰσμ[ε] μέτρηκεν εἰς τὸ[ν] θη(σαυρὸν) ... (πυροῦ) (ἀρτάβας) ι Ostr.1349 (II a.C.), εἰς τὸ βασιλικὸν <τὰ> καθήκοντα ἐκφόρια PSI 1021.20 (II a.C.), en v. pas. εἰσμετρηθῆναι τὸν καθήκοντα πυρόν PPetr.2.39(g).18, cf. PEleph.10.3, PLond.2066.5 (todos III a.C.).