εὐμούσως

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
avec goût.
Étymologie: εὔμουσος.

Russian (Dvoretsky)

εὐμούσως: изящно, со вкусом Plut.