εὐμούσως

From LSJ

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
avec goût.
Étymologie: εὔμουσος.

Russian (Dvoretsky)

εὐμούσως: изящно, со вкусом Plut.