εὐπίστως

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Russian (Dvoretsky)

εὐπίστως: с доверием, доверчиво (εὐ. ἔχειν Arph. - v. l. εὐπιθῶς).