εὐπαθίη

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473

French (Bailly abrégé)

ion. c. εὐπάθεια.

Russian (Dvoretsky)

εὐπᾰθίη: ἡ ион. = εὐπάθεια.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπᾰθίη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ εὐπάθεια.

Greek Monotonic

εὐπᾰθίη: Ιων. αντί εὐπάθεια.