εὑράμην

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source

French (Bailly abrégé)

v. εὑρίσκω.

Russian (Dvoretsky)

εὑράμην: Hes. aor. med. к εὑρίσκω.

Greek (Liddell-Scott)

εὑράμην: ἴδε εὑρίσκω.

Greek Monotonic

εὑράμην: Μέσ. αόρ. αʹ του εὑρίσκω.