τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
v. εὑρίσκω.
εὑράμην: Hes. aor. med. к εὑρίσκω.
εὑράμην: ἴδε εὑρίσκω.
εὑράμην: Μέσ. αόρ. αʹ του εὑρίσκω.