εὑρήσω

From LSJ

French (Bailly abrégé)

f. de εὑρίσκω.

Russian (Dvoretsky)

εὑρήσω: fut. к εὑρίσκω.

Greek (Liddell-Scott)

εὑρήσω: μέλλ… τοῦ εὑρίσκω.

Greek Monotonic

εὑρήσω: μέλ. του εὑρίσκω.