εὑρήσω

From LSJ

Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut

Menander, Monostichoi, 218

French (Bailly abrégé)

f. de εὑρίσκω.

Russian (Dvoretsky)

εὑρήσω: fut. к εὑρίσκω.

Greek (Liddell-Scott)

εὑρήσω: μέλλ… τοῦ εὑρίσκω.

Greek Monotonic

εὑρήσω: μέλ. του εὑρίσκω.