εὑρών

From LSJ

ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone

Source

French (Bailly abrégé)

part. ao.2 de εὑρίσκω.

Russian (Dvoretsky)

εὑρών: part. aor. 2 εὑρίσκω.

Greek (Liddell-Scott)

εὑρών: οῦσα, όν, μετοχ. ἀορ. β΄ ἐνεργ. τοῦ εὑρίσκω.

Greek Monotonic

εὑρών: -οῦσα, -όν, μτχ. Ενεργ. αορ. βʹ του εὑρίσκω.