ζαμάνι

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source

Greek Monolingual

το
φρ. «χρόνια και ζαμάνια» — πολύς καιρός, μεγάλο χρονικό διάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zaman].