ζαμάνι

From LSJ

ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils

Source

Greek Monolingual

το
φρ. «χρόνια και ζαμάνια» — πολύς καιρός, μεγάλο χρονικό διάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zaman].