ζαμπάκι

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source

Greek Monolingual

το
το φυτό νάρκισσος και το άνθος του («στρώστε τα μεθυστικά λευκόχρυσα ζαμπάκια», Παλαμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zambak].