ζεματιστός
From LSJ
-ή, -ό (Μ ζεματιστός, -ή, -όν) ζεματίζω
1. αυτός που καίει πολύ, πολύ ζεστός, καυστικός («νερό ζεματιστό»)
2. μτφ. καυτερός («τα δάκρυα της που πέφτανε ζεματιστά πάνω στα μάγουλά της», Νιρβ.).
επίρρ...
ζεματιστά
με καυτερό τρόπο, με ζεματιστό τρόπο.