ζευγαρωτός

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186

Greek Monolingual

-ή, -ό ζευγαρώνω
1. αυτός που αποτελεί ζεύγος με κάποιον άλλον, ο ζευγαρωμένος
2. το ουδ. ως ουσ. το ζευγαρωτό
το ζευγάρι.
επίρρ...
ζευγαρωτά
ανά δύο.