ζευγαρωτός

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452

Greek Monolingual

-ή, -ό ζευγαρώνω
1. αυτός που αποτελεί ζεύγος με κάποιον άλλον, ο ζευγαρωμένος
2. το ουδ. ως ουσ. το ζευγαρωτό
το ζευγάρι.
επίρρ...
ζευγαρωτά
ανά δύο.