ζηλοτύπως

From LSJ

μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so

Source

Russian (Dvoretsky)

ζηλοτύπως: (ῠ) завистливо, ревниво (ἔχειν πρός τινα Diog. L.).