ζηλοφθονία

From LSJ

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source

Greek Monolingual

η ζηλόφθονος
ο φθόνος για τα αγαθά ή την προκοπή του άλλου.