ζηλοφθονία

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source

Greek Monolingual

η ζηλόφθονος
ο φθόνος για τα αγαθά ή την προκοπή του άλλου.