ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
επευφημώ κάποιον με ενθουσιασμό, φωνάζω «ζήτω».[ΕΤΥΜΟΛ. < ζήτω + κραυγάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Κωνστ. Χ. Βερσή].