ζητωκραυγάζω

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source

Greek Monolingual

επευφημώ κάποιον με ενθουσιασμό, φωνάζω «ζήτω».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζήτω + κραυγάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Κωνστ. Χ. Βερσή].