ζιζυφιά

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328

Greek Monolingual

και τζιτζυφιά, η ζίζυφο
βοτ. ζίζυφος, το δέντρο που παράγει τα τζίτζυφα.