Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ζίζυφο

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek Monolingual

και τζίτζυφο, το (AM ζίζυφον)
ο καρπός του δέντρου ζίζυφος, κν. τζιτζυφιά, γλυκός καρπός που έχει μέγεθος μικρής ελιάς με ξυλώδη πυρήνα και χρώμα ερυθροκίτρινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.
από την ελλ. λ. προέρχεται το γαλλ. jujube].