ζουμάκι

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source

Greek Monolingual

το ζουμί
υποκορ.
1. λίγο ζουμί
2. σαν ζουμί, κάτι που μοιάζει με ζουμί («η σάλτσα έγινε ζουμάκι»).