ζουμί
From LSJ
Greek Monolingual
το (Μ ζουμί και ζουμίν)
1. ζωμός μαγειρεμένου φαγητού, οσπρίων, κρέατος, ψαριού κ.λπ.
2. χυμός φρούτου, καρπού κ.λπ.
3. αφέψημα
4. ό,τι ουσιαστικό μπορεί ν' αποκομίσει κανείς από κάτι, ουσία, ενδιαφέρον, κέρδος, περιεχόμενο
5. παροιμ. «η γριά κότα έχει το ζουμί» — οι ώριμες γυναίκες είναι περισσότερο απολαυστικές ερωτικώς από τις νεώτερες
6. φρ. α) «βράζει με το ζουμί του» — για εσωστρεφή τύπο που δεν εκδηλώνεται ή για μοχθηρό άνθρωπο που αποφεύγει ή δεν τολμάει να εκδηλώσει την κακία ή τον φθόνο του
β) «άστον να βράζει στο ζουμί του» — ας τά βγάλει πέρα μόνος του, ας βρει την άκρη μόνος του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ζουμί(ν) < αρχ. ζωμ-ίον, υποκοριστικό της λ. ζωμός.