ζουμερά

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source

Greek Monolingual

τα ζουμερός
βοτ. κοινή ονομασία του φυτού που παλαιότερα ήταν γνωστό με την ονομασία κοτυληδών ο ομφαλός.