ζυγιστικά

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

τα ζυγιστής
τα τέλη που καταβάλλονται για τη ζύγιση, η αμοιβή του ζυγιστή.