ζυγοταξία

From LSJ

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322

Greek Monolingual

η
βιολ. η διάταξη τών φορέων τών κληρονομικών χαρακτήρων στο γονιμοποιημένο ωό και η παραμονή της διάταξης αυτής στα κύτταρα που παράγονται από τη διαίρεση του ζυγωτού ωού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. zygotaxis < zyg- (πρβλ. ζυγόν) + taxis (πρβλ. τάξη)].