ζωοδόνος

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230

Greek Monolingual

ζωοδόνος, -ον (Μ)
αυτός που δονεί, που κινεί τη ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)-(Ι) + -δονος (< δονώ), πρβλ. ετνοδόνος].