ζωσμός

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236

Greek (Liddell-Scott)

ζωσμός: ὁ, = δεσμός, Χρησμ. Σιβ. 3. 151.

Greek Monolingual

ζωσμός, ὁ (Α) ζώννυμι
δεσμός.