ηγεμονίδης
From LSJ
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
Greek Monolingual
ο (Α ἡγεμονίδης)
νεοελλ.
γιος ηγεμόνα ή βασιλιά
αρχ.
ηγεμόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηγεμών (-όνος) + κατάλ. -ίδης (πρβλ. ευφρονίδης, κηφηνίδης)].