ἡγεμονίδης
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
English (LSJ)
ἡγεμονίδου,.ὁ, = ἡγεμών, LXX 2 Ma. 13.24.
Greek (Liddell-Scott)
ἡγεμονίδης: ὁ, =ἡγεμών, Ἑβδ. (2 Μακκ. ιγ΄, 24).
Greek Monolingual
ο (Α ἡγεμονίδης)
νεοελλ.
γιος ηγεμόνα ή βασιλιά
αρχ.
ηγεμόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηγεμών (-όνος) + κατάλ. -ίδης (πρβλ. ευφρονίδης, κηφηνίδης)].