ηδυλύρης

From LSJ

ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals

Source

Greek Monolingual

ἡδυλύρης, δωρ. τ. ἁδυλύρας, ὁ (Α)
1. αυτός που παίζει γλυκά τη λύρα
2. επίθ. του Απόλλωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + λύρα.