ἡδυλύρης
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
English (LSJ)
[ῠ], ου, ὁ, singing sweetly to the lyre, Πίνδαρος AP11.370 (Maced.): Dor. ἁδυλύρας, epithet of Apollo, Philol.71.6 (Argos, iv B.C.).
German (Pape)
[Seite 1153] heißt Pindar, Maced. 15 (XI, 370), angenehm zur Lyra singend.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m. ion.
à la lyre agréable.
Étymologie: ἡδύς, λύρα.
Russian (Dvoretsky)
ἡδῠλύρης: ου (λῠ) adj. с певучей лирой (Πινδαρος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἡδυλύρης: ῠ, ου, ὁ, ἡδέως ᾄδων πρὸς τὴν λύραν, Πίνδαρος Ἀνθ. Π. 11. 370.
Greek Monolingual
ἡδυλύρης, δωρ. τ. ἁδυλύρας, ὁ (Α)
1. αυτός που παίζει γλυκά τη λύρα
2. επίθ. του Απόλλωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + λύρα.
Greek Monotonic
ἡδυλύρης: [ῠ], -ου, ὁ, αυτός που τραγουδά γλυκά στη λύρα, σε Ανθ.