ηδυπαθώ
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
Greek Monolingual
ἡδυπαθῶ, -έω (Α) ηδυπαθής
ζω ηδονικά, ζω στην πολυτέλεια, απολαμβάνω τις σαρκικές ηδονές.