Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
ἡδύγαμος, -ον (Α)
αυτός που γλυκαίνει, που καθιστά ευχάριστο τον γάμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -γάμος (< γάμος), πρβλ. άγαμος, έγγαμος].