νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
ἠερομήκης, -ες (Α)
(επικ. τ. του αερομήκης) ψηλός μέχρι τον ουρανό, θεόρατος, ουρανομήκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο- ιων. τ. του αερο- (< αηρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + -μήκης (< μήκος), πρβλ. επιμήκης, ισομήκης].