ηθητός
From LSJ
Ῥοπή ‘στιν ἡμῶν ὁ βίος, ὥσπερ ὁ ζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht
Greek Monolingual
ἠθητός, -ή, -όν (Α) ηθώ
διηθητός, διυλισμένος, στραγγισμένος.
Ῥοπή ‘στιν ἡμῶν ὁ βίος, ὥσπερ ὁ ζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht
ἠθητός, -ή, -όν (Α) ηθώ
διηθητός, διυλισμένος, στραγγισμένος.