ηθοπλαστικός
From LSJ
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που είναι κατάλληλος για διάπλαση χρηστού ήθους, που διαπλάσσει το ήθος, που διαμορφώνει τον χαρακτήρα («ηθοπλαστικά διηγήματα»).
επίρρ...
ηθοπλαστικώς και ηθοπλαστικά
με τρόπο ηθοπλαστικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήθος + πλαστικός (< πλάσσω). Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Γεώργιο Αντωνόπουλο].