ηλιάνθεμο

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554

Greek Monolingual

το
βοτ. γένος φυτών της οικογένειας τών κιστοειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. helianthemum < heli- (πρβλ. ηλι(ο)-) + anthemum (πρβλ. άνθεμο)].