ηλιοβαρεμένος

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει υποστεί ισχυρή επίδραση τών ηλιακών ακτίνων με δυσάρεστες επιπτώσεις στη διάθεση ή στην υγεία του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + βαρεμένος, μτχ. μεσοπαθ. παρακμ. του ρ. βαρώ].