ηλιοβασίλεμα
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
Greek Monolingual
και λιοβασίλεμα, το (Μ ἡλιοβασίλευμαν και ἡλιοβασίλεμαν)
το βασίλεμα του ήλιου, η δύση του ήλιου, το λιόγερμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + βασίλε(υ)μα (< βασιλεύω)].