ηλιοκαυτώ

From LSJ

ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack

Source

Greek Monolingual

ἡλιοκαυτῶ, -έω (Α)
είμαι ηλιοκαμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -καυτώ (< καυτός < καίω), πρβλ. ιεροκαυτώ, ολοκαυτώ].