στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
ο, θηλ. ηλιολάτρισσα (Μ ἡλιολάτρης, θηλ. ἡλιολάτρις)
αυτός που λατρεύει τον ήλιο ως θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -λατρης (< λά-τρον), πρβλ. ανθρωπο-λάτρης, ειδωλο-λά-τρης].