Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
ἡλιωπός, -όν (Α)αυτός που βλέπει με μάτι σαν του ήλιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλι(ο)- + κατάλ. -ωπός (< ωψ < όπωπα «έχω δει»)].