ηλιωπός

From LSJ

τὸν ἀφ' ἱερᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort

Source

Greek Monolingual

ἡλιωπός, -όν (Α)
αυτός που βλέπει με μάτι σαν του ήλιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλι(ο)- + κατάλ. -ωπός (< ωψ < όπωπα «έχω δει»)].