ηλιωπός

From LSJ

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209

Greek Monolingual

ἡλιωπός, -όν (Α)
αυτός που βλέπει με μάτι σαν του ήλιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλι(ο)- + κατάλ. -ωπός (< ωψ < όπωπα «έχω δει»)].