ηλιόδωρο

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Greek Monolingual

το (ορυκτ.) χρυσοκίτρινη ποικιλία της βηρύλλου που αποτελεί πολύτιμο λίθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heliodor < helio- (πρβλ. ηλιο-) + dor (πρβλ. δώρο)].