ημίταγμα

From LSJ

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source

Greek Monolingual

το
στρ. δύναμη μισού τάγματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + τάγμα. Η λ. στον πληθ. ημιτάγματα μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εφημερίς].