ημίχρονο
From LSJ
Greek Monolingual
το
(αθλ.) καθένα από τα δύο ισόχρονα τμήματα ενός αθλητικού αγώνα ομαδικού αθλήματος (όπως του ποδοσφαίρου, της καλαθόσφαιρας κ.ά.), μεταξύ τών οποίων παρεμβάλλεται ολιγόχρονο διάλειμμα που διαιρεί τον αγώνα σε α' και β' ημίχρονο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -χρονος (< χρόνος)
πρβλ. άχρονος, ισόχρονος].