ημερότητα

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source

Greek Monolingual

η (AM ἡμερότης) ήμερος
(για πρόσ. και για ζώα) η πραότητα, η ηπιότηταἡμερότης καὶ ἀγριότης», Αριστοτ.)
μσν.-αρχ.
τίτλος Βυζαντινών αυτοκρατόρων («ἡ ἡμετέρα ἡμερότης», Ιουστιν.)
αρχ.
(για χώρα) η καλλιέργεια («τὴν δέ αὔξησιν καὶ ἡμερότητα», Ιπποκρ.).