νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face
ἡμιάνωρ, ὁ (Α)ημίανδρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -άνωρ (< ανήρ)].