ημιάνωρ

From LSJ

νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face

Source

Greek Monolingual

ἡμιάνωρ, ὁ (Α)
ημίανδρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -άνωρ (< ανήρ)].